-
1 καρδία
A , al., καρδία always in Trag., exc. in some dact. and anap. verses, A.Pr. 881, Th. 781, E.Med.99, Hipp. 1274); [dialect] Aeol. [full] κάρζα EM407.21 (but [full] καρδία Sapph.2.6); Cypr. [full] κορζία (Paph.), Hsch. (fort. κόρζα):— heart, ; κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει, of one panic-stricken, 10.94; πηδᾷ ἡ κ. Pl.Smp. 215e, cf. Ar.Nu. 1391 (lyr.): esp. as the seat of feeling and passion, as rage or anger,οἰδάνεται κραδίη Χόλῳ Il.9.646
;τέτλαθι δή, κραδίη Od.20.18
, cf. E.Alc. 837; καρδίης πλέως full of heart, Archil.58.4; of fear or courage,κυνὸς ὄμματ' ἔχων, κραδίην δ' ἐλάφοιο Il.1.225
; [ σφηκῶν]κραδίην καὶ θυμὸν ἔχοντες 16.266
;ἐν μέν οἱ κραδίῃ θάρσος βάλε 21.547
, etc.;ὀρχεῖται καρδία φόβῳ A.Ch. 166
;θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι κ. ἔχεις S.Ant. 88
; τὸν νέον τίνα οἴει κ. ἴσχειν; what do you think are his feelings? Pl.R. 492c; of sorrow or joy,ἐν κραδίῃ μέγα πένθος ἄεξε Od.17.489
;κ. καὶ θυμὸς ἰάνθη 4.548
;ἄχος κραδίην καὶ θυμὸν ἵκανεν Il.2.171
, cf. 10.10, B.10.85, etc.;καρδίην ἰαίνεται Archil.36
; κελαινόχρως.. πάλλεταί μου κ. A.Supp. 785;ὦ τάλαινα κ. ψυχή τ' ἐμή E.Or. 466
; of love, Sapph.l.c., etc.;ἐκ τῆς κ. φιλεῖν Ar.Nu.86
; φιλέειν ἀπὸ κ. Theoc.29.4 (but ἐρεῖν τἀπὸ κ. to speak freely, E.IA 475); λαλῆσαι ἐπὶ καρδίαν τινός speak kindly to.., LXXJd.19.3.2 inclination, desire, purpose,ἔμ' ὀτρύνει κραδίη καὶ θυμός Il.10.220
; πρόφρων κ. ἐν πάντεσσι πόνοισι ib. 244;καρδίας δ' ἐξίσταμαι S.Ant. 1105
.3 mind,ὡς ἄνοον κραδίην ἔχες Il.21.441
;κραδίη πόρφυρε Od.4.572
; ;εἰ θεάσῃ τοῖς τῆς καρδίας ὀφθαλμοῖς Corp.Herm. 4.11
, cf. 7.2; διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσι ἐν τῇ κ. Ev.Luc.24.38.III heart in wood, pith, Thphr.HP3.14.1; = ἐντεριώνη, ib. 1.2.6;ἀρτεμισίας μονοκλώνου καρδίας ζ PMag.Berol.1.245
, cf. PMag. Leid.V.13.24;λαβὼν βάϊν Χλωρὰν καὶ τῆς κ. κρατήσας σχίσον εἰς δύο PMag.Leid.W.6.51
. -
2 ὀρχέομαι
ὀρχέομαι, [tense] impf. ὠρχούμην: [dialect] Ep. [ per.] 3pl. [tense] pres. ὀρχεῦνται, [tense] impf. ὠρχεῦντο (v. infr.): [tense] fut.A , etc.: [tense] aor.ὠρχησάμην Anacr. 69
, Hdt.6.129 ; inf.ὀρχήσασθαι Hom.
(v. infr.):—[voice] Pass., [tense] aor.ὠρχήθην Euph.87
:—dance,ἠΐθεοι καὶ παρθένοι.. ὠρχεῦντ' Il.18.594
; , cf. 14.465 ;πόσσ' ἁπαλοῖσιν ὀρχεῦνται Hes.Th.4
; ὀ. πρὸς ὅπλα, of the Pyrrhic dance, Demetr.Sceps. ap. Ath.4.155b ;ἐν ῥυθμῷ X.Cyr.1.3.10
; ὀρχεῖσθαι ταῖς χερσί (cf. χειρονομέω) Antiph.113.1 : c. acc. loci, δώσω τοι Τεγέην ποσσίκροτον ὀρχήσασθαι to dance in or on, Orac. ap. Hdt. 1.66, cf. Euph.l.c. ([voice] Pass.): also c. acc. cogn., Λακωνικὰ σχημάτια ὀρχεῖσθαι dance Laconian steps, Id.6.129 ;ὀ. τὸ Περσικόν X.Cyr.8.4.12
;ὀ. πρὸς τὸν αὐλὸν σχήματα Id.Smp.7.5
;ὀ. τὸν ὅρμον Luc.Salt.
II sq., etc.:—[voice] Pass.,τῶν ὕμνων οἳ μὲν ὠρχοῦντο οἳ δὲ οὐκ ὠρχοῦντο Ath.14.631d
.2 represent by dancing or pantomime, ὀρχεῖσθαι τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν, ὀ. τὸν Αἴαντα, Luc.Salt.80, 83, cf. AP9.248 (Boeth.), 11.254 (Lucill.).II metaph., leap, bound,ὀρχεῖται δὲ καρδία φόβῳ A.Ch. 166
, cf. Anaxandr.59 ; Θεσσαλίη ὠρχήσατο Thessaly shook, trembled, Call.Del. 139.III [voice] Act. [full] ὀρχέω, make to dance (v. Pl.Cra. 407a), is used by Ion Trag.50, ἐκ τῶν ἀέλπτων μᾶλλον ὤρχησεν φρένας made my heart leap (so codd. Ath., ὤρχησαι Nauck); but ὀρκῆσι in Ar.Th. 1179 is a barbarism for ὀρχῆται.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρχέομαι
См. также в других словарях:
ορχούμαι — (ΑΜ ὀρχοῡμαι, έομαι) χορεύω («ἠΐθεοι και παρθένοι... ὠρχεῡντ », Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. παριστάνω με όρχηση ή με παντομιμικές κινήσεις («ὀρχεῑσθαι τὴν τοῡ Κρόνου τεκνοφαγίαν», Λουκιαν.) 2. μτφ. σκιρτώ, πηδώ («ὀρχεῑται δὲ καρδία φόβῳ», Αισχύλ.) 3. (για… … Dictionary of Greek